Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Τι είναι σύγχρονη τέχνη; Ιστορία, κατηγοριοποιήσεις, καλλιτέχνες, κυρίαρχα κινήματα, θεωρίες

Πηγή: http://www.artnews.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=3552:2014-02-26-11-13-47&catid=25:parousiaseis&Itemid=440
Του Σταύρου Τσιγκόγλου
Εισαγωγή από το βιβλίο «Σύγχρονη Τέχνη» του Σταύρου Τσιγκόγλου, από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
istoria2Τι είναι σύγχρονη τέχνη; Αυτός είναι ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Terry Smith, καθηγητή Ιστορίας και Θεωρίας της Σύγχρονης Τέχνης του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ (ΗΠΑ), που κυκλοφόρησε το 2009. Θεώρησε την έρευνα και τη συγγραφή υποχρέωσή του, λόγω του τίτλου της πανεπιστημιακής του έδρας. Στην εισαγωγή δέχεται την κοινότυπη απάντηση: «Κοιτάξτε γύρω σας: σύγχρονη τέχνη είναι η περισσότερη γιατί όχι όλη; η τέχνη που γίνεται τώρα».
Ο Smith εξακολουθεί να βάζει ερωτήσεις για το θέμα και να δίνει απαντήσεις με μια ιστορική προσέγγιση, αλλά και με θεωρητικές και φιλοσοφικές θέσεις. Οι σημαντικότερες ιστορίες τέχνης που εκδόθηκαν στις αρχές του 21ου αιώνα αναφέρονται στην τέχνη του 20ού αιώνα, κυρίως στον μοντερνισμό και εν συνεχεία στη σύγχρονη τέχνη, χωρίς να τονίζονται οι σημαντικές μεταξύ τους αλλαγές και διαφορές. Ο Smith στην εισαγωγή ξεκαθαρίζει: «Στις εικαστικές τέχνες, η μεγάλη ιστορία τώρα είναι τόσο εκτυφλωτικά φανερό είναι η μετατόπιση γεννημένη στα 1950, αναδυόμενη στα 1960, διεκδικητική στα 1970, αλλά καταφανής στα 1980 από τη μοντέρνα στη σύγχρονη τέχνη».
Ο A. Danto διαπίστωσε πλέον «την ισχυρή διαφορά μεταξύ του μοντέρνου και του σύγχρονου, που έγινε φανερή στα 1980», ενώ ο H. Belting ότι η παγκοσμιοποιημένη τέχνη γεννήθηκε το 1989. Η μετατόπιση ή η διαφορά αυτή από το μοντέρνο στο σύγχρονο δεν είναι επίσης εμφανής ούτε αποκτά ιστορική σημασία στα μεγάλα μουσεία (MoMA, Tate Modern, Pinakothek der Moderne, Moderna Museet, Guggenheim), όπου επικρατεί μια ηθελημένη συμβίωση, συνέχεια, σύνθεση ή, κατά άλλους, σύγχυση. Εάν ο επισκέπτης δεν έχει θεωρητικές αγκυλώσεις ή προκαταλήψεις με διαχωριστικές γραμμές της Ιστορίας, χαίρεται αυτή τη συμβίωση του μοντέρνου με το σύγχρονο.
istoria1Την τελευταία δεκαετία έργα σύγχρονης τέχνης παρουσιάζονται σε διάλογο με έργα παλαιότερων εποχών σε όλα τα μεγάλα μουσεία (Πράδο, Λούβρο, Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, Ιστορικό Μουσείο της Βιέννης, κ.ά.), με διασκεδαστικά ή συναρπαστικά αποτελέσματα. Υπάρχουν και άλλες χρονολογικές τοποθετήσεις για το ξεκίνημα της σύγχρονης τέχνης, από μουσεία και ιστορικούς, που πάντοτε ξεκινούν από ένα μετά π.χ. μετά το 1945, μετά τον πόλεμο, μετά το 1965, μετά το τέλος του μοντερνισμού, μετά το 1990, όταν ξεκίνησαν οι μετα-αποικιοκρατικές συζητήσεις, μετά το τέλος του ευρω-αμερικανικού μονοπωλίου του μοντέρνου, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, κτλ. Το Μουσείο Stedelijk, όμως, που ξανάνοιξε το 2012 ύστερα από μακροχρόνια ανακαίνιση, παρουσιάζει ξεχωριστά στον πρώτο όροφο τη σύγχρονη τέχνη από το «1950 μέχρι σήμερα», ξεκινώντας με έργα των Edward Kienholz, Robert Rauschenberg, Jasper Johns, ενώ στο ισόγειο παρουσιάζει τον μοντερνισμό, «1870-1960».
Αξιοσημείωτο: Το 1994 κυκλοφόρησε ο τόμος με τον τίτλο Σύγχρονη τέχνη για πρώτη φορά, του Klaus Honnef, από τον οίκο Taschen, που καθιέρωσε την πολύ δημοφιλή και με μεγάλη επιρροή σειρά βιβλίων-ανθολογιών τέχνης, με πλούσια εικονογράφηση και σύντομα κείμενα. Ο Honnef παρουσίασε 102 καλλιτέχνες, εστιάζοντας σε 23 ζωγράφους, με πρωταγωνιστές τουςAndy Warhol και Joseph Beuys. Από όλους αυτούς, παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην τέχνη του 21ου αιώνα μόνο οι Gerhard Richter, Jeff Koons, Cindy Sherman, Sigmar Polke. O Warhol έγινε πατέρας-σύμβολο της σύγχρονης τέχνης, ίσως περισσότερο από τονMarcel Duchamp, ενώ η επιρροή του Beuys τείνει προς εξαφάνιση. Έτσι, επιβεβαιώνεται η μικρή προγνωστική ικανότητα των τεχνοκριτικών. Μήπως έχει κάποιο δίκιο ο αιρετικός P. Virilio, ο οποίος αναρωτιέται λίγο απαξιωτικά: «Σύγχρονο για ποιον; […] Εγώ λέω σύγχρονο με τι; Δεν είναι αρχαία, δεν είναι μοντέρνα, δεν είναι φουτουριστική· είναι της στιγμής». Ο ίδιος έθεσε και το δίλημμα «ηθική ή αισθητική;» λες και το ένα αποκλείει το άλλο.
Κι άλλο αξιοσημείωτο: Μετά την έκδοση του βιβλίου του T. Smith κυκλοφόρησαν άλλες πέντε ανθολογίες για τη σύγχρονη τέχνη (2009-’11), όπως και δύο βιβλιαράκια. Όλοι παρουσιάζουν τους ίδιους πρωταγωνιστές της τελευταίας δεκαετίας άντε, προσθέτοντας και μερικούς άλλους, για να δείξουν ότι διαφέρουν λίγο.
Ο όρος «σύγχρονη τέχνη» επικράτησε πια μετά τους όρους «μεταμοντερνισμός», που αναφερόταν σε συγκεκριμένα στιλ ή σε θέματα ταυτότητας και κουλτούρας των μειονοτήτων, «νεο-αβανγκάρντ», «μετα-αβανγκάρντ», «μετα-αποικιοκρατική», «μετα-ιστορική» τέχνη ή η «τέχνη μετά το τέλος της τέχνης», για να έχει θεωρητική κάλυψη (A. Danto), ή ακόμα και «μετα-αφηγηματική», δηλαδή μετά το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων στη δυτική τέχνη, ειδικότερα στη ζωγραφική. Πάνω απ’ όλα, είναι αποδεκτό ότι ο όρος «σύγχρονη τέχνη» χρησιμοποιείται για να σημαδέψει το τέλος του μοντερνισμού. Η μεγάλη αλλαγή έγινε με την Pop Art, την προσέγγιση τέχνης και πραγματικότητας, που «εκτροχίασε την ιστορία της τέχνης» και έγινε αντιληπτή μετά το 1980. Επιπλέον, εκδόθηκαν τρεις τόμοι της σειράς Art:21Τέχνη στον 21ο αιώνα (ενώ έχουν ανοίξει δύο μουσεία της τέχνης του 21ου αιώνα), όπως και η σειρά Art Now (τρεις τόμοι: 2002, 2006, 2008). Επίσης, τα τρία προηγούμενα χρόνια βγήκαν έξι-εφτά βιβλία από ανθρώπους της τέχνης, της οικονομίας, της δημοσιογραφίας, που μιλούν για τη σύγχρονη τέχνη και την αγορά της με μικρές δόσεις κουτσομπολιού.
Όλα τα βιβλία των τεχνοκριτικών για τη σύγχρονη τέχνη έχουν εκτεταμένες αναφορές στην αγορά της, και αυτό έχει γίνει πια αναπόφευκτο. Το εμπόριο τέχνης είναι σε απόλυτη ασυμφωνία με την Αριστερά, γι’ αυτό όλοι σπεύδουν να σχολιάσουν την επάρατη αγορά. Αλλά γιατί ανακατεύονται οι κριτικοί με την αγορά, αφού δεν μπορούν να επηρεάσουν τις τιμές, που ακολουθούν τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης; Έχουν επίσης γραφτεί μυθιστορήματα και γυριστεί φιλμ για τη σύγχρονη τέχνη.
Η σύγχρονη τέχνη δεν ήταν ποτέ τόσο δημοφιλής. Εκατομμύρια επισκέπτες πηγαίνουν στα μεγάλα μουσεία επειδή έλκονται από την αισθητική (κυρίως τη θεαματική και την εντυπωσιακή) της σύγχρονης τέχνης, το μοδάτο της και τον μεγάλο θόρυβο. Το ρεκόρ επισκεψιμότητας το έχει η Tate Modern, με πάνω από 5,3 εκατομμύρια επισκέπτες το 2012, με τη βοήθεια της τρίμηνης αναδρομικής έκθεσης του D. Hirst.
Έχω γράψει τέσσερα βιβλία για τη σύγχρονη τέχνη, τα οποία καλύπτουν χρονολογικά την περίοδο 1995-2014. Στα τρία πρώτα παρουσίασα ταυτόχρονα και καλλιτέχνες ή κινήματα του μοντερνισμού που δεν είχαν καλυφθεί από την ελληνική βιβλιογραφία, καθώς τα βιβλία μου απευθύνονται σε σπουδαστές και σε απλούς φιλότεχνους. Στο τέταρτο δείχνω μόνο σύγχρονη τέχνη που έχει γίνει πια ηλικίας σαράντα χρόνων, με πιο ξεκάθαρα χαρακτηριστικά μέσα στον τεράστιο πλουραλισμό-πληθωρισμό της, και παρουσιάζεται αυτόνομα από μουσεία και συγγραφείς.
Τη δεκαετία του 1990 ξεκίνησαν ενενήντα νέα μουσεία ή επεκτάσεις παλαιότερων για να εκθέτουν αποκλειστικά τη σύγχρονη τέχνη. Η επέκταση της πολύ πετυχημένης Tate Modern σε χωριστό κτήριο για τη σύγχρονη τέχνη θα προκαλέσει ερωτήματα και θα δώσει τις δικές της απαντήσεις, που θα συζητηθούν πολύ, όπως η επέκταση του MoMA διπλασιάζοντας τους εκθεσιακούς χώρους, δείχνει μοντέρνα μαζί με σύγχρονη τέχνη.
Εγώ τι παριστάνω; Μήπως τον χήρο συνταξιούχο γιατρό που αποφάσισε να ασχοληθεί με την κριτική της λογοτεχνίας στο πεζογράφημα του Julian Barnes Ο παπαγάλος του Φλομπέρ (1984); Ο γιατρός μισούσε τους κριτικούς (αιώνια μετριότητα που ζει από τη μεγαλοφυΐα κακολογώντας την και προσπαθώντας να την εκμεταλλευτεί) επειδή προσπαθούν να βρουν τα λάθη των συγγραφέων π.χ. καθηγητής της Οξφόρδης διαπίστωσε ότι ο Φλομπέρ περιγράφει τα μάτια της Μαντάμ Μποβαρί με τρία διαφορετικά χρώματα, κλπ και τελικά σχολίασε: «Δεν μπορώ να αποδείξω ότι οι απλοί αναγνώστες απολαμβάνουν τα βιβλία περισσότερο από τους επαγγελματίες κριτικούς». Κάνοντας την πάπια, έγραψα ότι είμαι ερασιτέχνης, αυτοδίδακτος, μερικής απασχόλησης, κλπ. Μήπως μοιάζω με τον Αυτοδίδακτο, που δεν τον υπολογίζει κανείς, από τη Ναυτία του Ζ.-Π. Σαρτρ; Ποτέ! Γράφει αργότερα ο Σαρτρ: «Ας πούμε ότι υπάρχουν ανόητοι οι οποίοι αντλούν παρηγοριά από τις καλές τέχνες […] πιστεύουν ότι η ομορφιά τους συμπονά. Οι ηλίθιοι». Αυτά τα δέχομαι. Η παρηγοριά των τεχνών του Όσκαρ Ουάιλντ… Τι περιμένετε από έναν συνταξιούχο γιατρό που όταν εκδοθεί αυτό το βιβλίο θα πλησιάζει τα 80;
Το κυρίαρχο ρεύμα της σύγχρονης τέχνης
Από τις αρχές του 21ου αιώνα υπάρχει μια τάση δημιουργίας και παρουσίασης έργων μεγάλης κλίμακας στα μεγάλα μουσεία και τις διεθνείς εκθέσεις. Επικρατεί η άποψη «μεγαλύτερο σημαίνει καλύτερο». Υπάρχει μια συντριπτική υπεροχή των εγκαταστάσεων, κατασκευών ή και γλυπτών, που επιβάλλονται στον θεατή με την οπτική και κυρίως με τη φυσική τους παρουσία. Υπάρχει μια αίσθηση μπαρόκ, μια τάση εντυπωσιασμού, διασκέδασης και δημιουργίας θεάματος. Η ερμηνεία των έργων από τον επισκέπτη έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Συνήθως υπάρχουν ερμηνευτικά σχόλια στις λεζάντες των έργων, που είναι απαραίτητα. Οι κατάλογοι είναι φλύαροι και αγοράζονται από μικρό ποσοστό των επισκεπτών (περίπου 5%) για σουβενίρ. Καμιά φορά το αντικείμενο είναι δυνατότερο από το έργο, όπως π.χ. στα έργα του Cai Guo-Qiang. Είναι ένα είδος εννοιολογικής τέχνης εικαστικά προσπελάσιμης και ελκυστικής, με θεαματική φόρμα που δεν προκαλεί ή που προσκαλεί τον θεατή να ψάξει να βρει τις ενσωματωμένες έννοιες. Είναι μια τέχνη που συμβαδίζει ή αντανακλά ή εντατικοποιεί τον σύγχρονο τρόπο ζωής μας, απαντά στους ευρύτερους οικονομικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς, στην παγκοσμιοποιημένη νεοφιλελεύθερη οικονομία, στην κουλτούρα της παγκοσμιοποίησης, στην κοινωνία και τον πολιτισμό του θεάματος, στην εποχή των εικόνων που κατακλύζουν και όλα τα μέσα επικοινωνίας. Μια τέχνη που αμύνεται με την υπερβολή σε αυτή την εικονομαχία και τα καταφέρνει καλά. Έτσι, η σύγχρονη τέχνη έρχεται όλο και πιο κοντά στην αντίπαλό της, τη μαζική κουλτούρα, ή ακόμα και η ποπ κουλτούρα έγινε πια υψηλή τέχνη. Και η όπερα δεν κάνει το ίδιο; Μουσική και θέαμα.
Στο κεφάλαιο 2 γίνεται μια έρευνα για την ανίχνευση των καλλιτεχνών του κυρίαρχου ρεύματος χρησιμοποιώντας στοιχεία από βιβλία και δημοσιεύσεις, αναλύοντάς τα όσο το δυνατόν αντικειμενικότερα, με στατιστική μέθοδο. Εξαιρώντας τους ηλικιωμένους, καθιερωμένους καλλιτέχνες που λίγο επηρεάζουν πια τους νεότερους Richter, Cy Twombly, Arman, Franz Gertsch, Michelangelo Pistoletto, Kienholz, έμεινε μια ομάδα περίπου πενήντα μεσηλίκων που βρίσκονται συνεχώς στο προσκήνιο την τελευταία δεκαετία. Είναι πρωταγωνιστές στα μεγάλα μουσεία, τις μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις, τις σημαντικότερες εμπορικές εκθέσεις τέχνης, αλλά και τις μόνιμες ή περιοδικές εκθέσεις μεγαλοσυλλεκτών.
Δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της τέχνης των συλλεκτών και της τέχνης των επιμελητών. Τους ίδιους καλλιτέχνες βρίσκουμε, με μικρές διαφορές, στα βιβλία σύγχρονης τέχνης που εκδόθηκαν τα πρόσφατα χρόνια. Τους βρίσκουμε επίσης και στις περίφημες λίστες «Power 100» του ArtReview. Η καλλιτεχνική αξία τους βασίστηκε στα βιογραφικά, ενώ παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά κοινά στοιχεία της επιτυχημένης καριέρας τους (μουσειακές εκθέσεις, αγορές ή αναθέσεις έργων από μουσεία, κλπ.). Η γνώμη των τεχνοκριτικών δεν έχει καμία απολύτως αξία στην εξέλιξη του καλλιτέχνη. Κανείς δεν τολμά να γράψει αρνητική κριτική εάν δεν θέλει να χάσει το μεροκάματό του στα τόσα γυαλιστερά περιοδικά τέχνης που ζουν από τις διαφημίσεις των γκαλερί. Πάει και η εποχή του 1980, τότε που ελάχιστοι τεχνοκριτικοί, όπως ο R. Hughes, τολμούσαν να εκφράσουν την οργή τους για την επιτυχία μερικών καλλιτεχνών. Οι σημαντικότεροι κριτικοί γράφουν στους καταλόγους των επιτυχημένων καλλιτεχνών. Με βάση τα στοιχεία της Artnet, που προέρχονται από δημοπρασίες, οι καλλιτέχνες αυτοί έχουν τεράστια εμπορική επιτυχία. Πώς μπορεί κανείς να αντικρούσει τον Tobias Meyer, που συμπέρανε: «Η καλύτερη τέχνη είναι η ακριβότερη, γιατί η αγορά είναι τόσο έξυπνη»; Ή την άποψη του Baselitz ότι η αγορά έχει πάντοτε δίκιο;
Από το κυρίαρχο ρεύμα παρουσιάζονται οι Damien Hirst, Takashi Murakami, Cai Guo-Qiang, Koons, Tracey Emin, George Condo, Pipilotti Rist, Ai Weiwei, Thomas Struth, Anish Kapoor, Isa Genzken, Yue Minjun, ενώ οι Peter Doig, Thomas Hirschhorn, Marlene Dumas, Cindy Sherman, Paul McCarthy και Peter Fischli & David Weiss έχουν παρουσιαστεί σε προηγούμενα βιβλία και έχουν μνημονευτεί αρκετά οι υπόλοιποι.
Και γιατί τα κεντρικά μουσεία στηρίζουν τους καλλιτέχνες του κυρίαρχου ρεύματος, την τέχνη του θεάματος, μια τέχνη που προκαλεί σοκ, διασκέδαση και αμηχανία στα πλήθη; Διότι λειτουργούν με συνεχώς μειούμενη κρατική επιχορήγηση και βασίζονται στη συνεχώς αυξανόμενη επισκεψιμότητα, στη βοήθεια των συλλεκτών και κυρίως στις χορηγίες μεγάλων εταιρειών που επηρεάζουν σοβαρά την εκθεσιακή πολιτική τους και τελικά την αυτονομία της τέχνης. Μπορεί να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι τα μουσεία και η αγορά καθορίζουν το εκάστοτε κυρίαρχο ρεύμα της σύγχρονης τέχνης. Ή, με πιο πολλά λόγια, ότι η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία τελικά έχει μια τέχνη που ευθυγραμμίζεται με το κοινό, με τις κοινωνικές ελίτ που τη χρηματοδοτούν και με την ακαδημαϊκή κοινότητα από κοντά διακριτικά.
Τα παγκόσμια ρεύματα του T. Smith
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Smith ξαναβάζει το ερώτημα «Τι είναι σύγχρονη τέχνη;» , παρουσιάζει τις θέσεις των σημαντικότερων τεχνοκριτικών, επιμελητών μουσείων και εκθέσεων, θεωρητικών, προσπαθεί να κάνει μια σύνθεση και προτείνει την ταξινόμηση της παγκόσμιας τέχνης, μιας τέχνης δηλαδή που δημιουργείται από τις ανομοιότητες του κόσμου, μέσα και από τη σύγχρονη ζωή. Τρία είναι τα παγκόσμια ρεύματα:
1. Εδώ υπάρχουν δύο κατηγορίες: α) Ο ρετρο-εντυπωσιασμός, με στρατηγικές της αβανγκάρντ των αρχών του 20ού αιώνα, χωρίς όμως τις πολιτικές ουτοπίες και τον θεωρητικό ριζοσπαστισμό. Πρωταγωνιστές: οι Νέοι Βρετανοί Καλλιτέχνες (ο Smith εκτιμά τον Hirst και έβαλε τον «καρχαρία» του στο εξώφυλλο), οι Schnabel, Murakami, Koons, κλπ. β) Αναμοντερνισμός, με ανανέωση των μοντερνίστικων ερεθισμάτων και επιταγών (π.χ. Serra, Richter, Jeff Wall). Βάζει τους Matthew Barney και Cai Guo-Qiang κάπου ανάμεσα και κυρίως στην τέχνη του θεάματος.
2. Το ρεύμα αυτό βασίζεται στην αντιαποικιοκρατική στροφή με την πληθώρα τέχνης (τοπικής, εθνικής, μετα-αποικιοκρατικής, τέχνης ταυτότητας, μειονοτήτων, κ.ά.). Παραδείγματα: Cildo Meireles, Shirin Neshat, Isaac Julien, William Kentridge, κ.ά. Η φεμινίστρια και πολιτικώς ορθή διευθύντρια των Documenta 13 του Κάσελ βασίστηκε σε αρκετούς άγνωστους καλλιτέχνες αυτής της κατηγορίας και έκανε μια χαοτική και εικαστικά αδιάφορη έκθεση.
3. Είναι το ρεύμα που χαρακτηρίζει τον αναμοντερνισμό και τον ρετρο-εντυπωσιασμό στην τέχνη του θεάματος και είναι αντίθετο στη μνημειακή κλίμακα των έργων. Οι καλλιτέχνες (χωρίς παραδείγματα) κάνουν έργα εντελώς προσωπικά, μικρής κλίμακας, σεμνά, και βασίζονται σε διαδραστικές δυνατότητες, στο διαδίκτυο, στις ομαδικές προσπάθειες, για να πιάσουν τη μεταβαλλόμενη φύση του χρόνου, του τόπου και της ψυχικής διάθεσης. Ο Smith συμπεραίνει ότι έργα της πρώτης κατηγορίας συνήθως τα βρίσκει κανείς στα κεντρικά μουσεία, τις μεγάλες συλλογές, τις μεγάλες γκαλερί, τις δημοπρασίες των μεγάλων οίκων δημοπρασιών και αγοράζονται από νεόπλουτους. Με λίγα λόγια, συμφωνούμε στο κυρίαρχο ρεύμα. Ο Smith έβαλε άλλες δύο κατηγορίες για όλους τους αντίθετους καλλιτέχνες, με βάση κυρίως τη θεματολογία τους, οι οποίοι συνήθως προβάλλονται από περιφερειακές εκθέσεις. Ας είναι έτσι, μια και πηγαίνει και στις Μπιενάλε της Αβάνας, του Γιοχάνεσμπουργκ, του Σίδνεϊ, κλπ., και ξέρει καλύτερα, ενώ εγώ μάλλον μειονεκτώ επειδή πιστεύω ότι τα κεντρικά μουσεία βάζουν τα πρότυπα και κάνουν αξιολογήσεις. Αλλά πού μπορώ να κατατάξω χαρισματικούς καλλιτέχνες όπως οι Jessica Jackson Hutchins, Διοχάντη, Bernard Frize, Wilhelm Sasnal, Kathy Butterly, Isaac Julien, Douglas Gordon, Philippe Parreno, Anri Sala και τόσους άλλους; Και γιατί να έχουμε όλοι τη μανία της ταξινόμησης και να βάζουμε τους καλλιτέχνες σε θεματολογικά κουτάκια; Ας πάρουμε ένα κουτί που απασχολεί συνεχώς τους τεχνοκριτικούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου